Το
βάθεμα της συνολικής κρίσης του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος σε
συνδυασμό με τα παρατεταμένα προβλήματα που συναντάει ο εργαζόμενος λαός στην
προσπάθεια να ανασυγκροτήσει την πάλη του, στρέφουν όλο και πιο αντιδραστικά τις εξελίξεις και πολλαπλασιάζουν τους
κινδύνους σε όλα τα επίπεδα.
Η
πρωτοφανής όξυνση των ανταγωνισμών
ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε όλα τα σημεία του πλανήτη, η
γενίκευση των περιφερειακών συγκρούσεων, η ερήμωση περιοχών, οι τυχοδιωκτισμοί
στην προσπάθεια των δυνάμεων αυτών να μην χάσουν χρόνο και να πλήξουν τον
αντίπαλο, είναι χαρακτηριστικά της περιόδου που φέρνουν ολοένα και μεγαλύτερα
δεινά στους λαούς.
Ο
αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, πραγματικός εμπρηστής του πολέμου, πιέζει με όλους
τους τρόπους για μια σειρά «τακτοποιήσεις» που θα απωθήσουν και θα
περικυκλώσουν τον πρώτο και βασικό εχθρό, τη Ρωσία (Ουκρανία, ένταξη βαλκανικών
χωρών στο ΝΑΤΟ, ενίσχυση του Ισραήλ κλπ), που θα στριμώξουν και θα περιορίσουν
την Κίνα, που θα κόψουν το βήχα στις γερμανικές φιλοδοξίες και θα εντάξουν πιο
αποφασιστικά την ΕΕ στα αμερικάνικα σχέδια. Οι υπόλοιποι ιμπεριαλιστές (Ρωσία,
Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Κίνα – η καθεμία στους τομείς και στις περιοχές που
νιώθουν ότι είναι τα προνομιακά τους πεδία) δεν πάνε πίσω στους
τυχοδιωκτισμούς, στην επιθετικότητα και στη συμβολή τους στη δυστυχία των λαών
όλου του κόσμου.
Η
περιοχή μας (Ανατολική Μεσόγειος, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή) αποτελεί μια περιοχή όπου συμπυκνώνονται όλες αυτές
οι επιδιώξεις, γεγονός που την κάνει, για μια ακόμα φορά στην ιστορία,
κέντρο επικίνδυνων εξελίξεων - για τους λαούς της περιοχής πάνω απ’ όλα.
Στη
χώρα μας, η… επόμενη μέρα της «εξόδου από
τα μνημόνια» είναι σαν την προηγούμενη. Η καταιγίδα αντιλαϊκών νόμων είναι
σε ισχύ, ενώ νέος γύρος επίθεσης είναι στα σκαριά. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε
κάτι: Αυτό που προβάλλεται σαν φάση «σταθεροποίησης», («δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα»)
των επιτυχιών του συστήματος απέναντι στο λαό και την εργατική τάξη δεν ισχύει.
Στο χώρο της εκπαίδευσης βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα επίθεση στα δικαιώματα των
μαθητών και των εκπαιδευτών (Νέο Λύκειο,
αδιοριστία, αξιολόγηση κλπ),υλοποιούνται οι ιδιωτικοποιήσεις με ό,τι συνεπάγεται
για τους εργαζόμενους, οι «εθελούσιες»
απολύσεις στις τράπεζες κα. Αλλά και η «διεκδίκηση της κυβέρνησης για να μην κοπεί η προσωπική διαφορά απ’ τους
παλιούς συνταξιούχους», αν γίνει, όπως γίνει, θα ισοσταθμιστεί από άλλες
περικοπές. Γενικό, λοιπόν,
χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύουμε είναι η κλιμάκωση της επίθεσης
στο σύνολο των λαϊκών και εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Μεγάλο τμήμα
των δυνάμεων που αναφέρονται στο κίνημα έχουν γοητευτεί σε μεγάλο βαθμό από τα
παραμύθια του συστήματος και της κυβέρνησης, τα οποία συνοψίζονται στην
εντύπωση ότι εδώ είναι το τέλος της επίθεσης και αποκαθίσταται μια νέα (έστω σε
κατώτερο για τον εργαζόμενο λαό) ισορροπία, μια «ανακωχή».
Όμως,
η ταξική πάλη δε γνωρίζει ισορροπίες, ανακωχές και διαλείμματα. Ο αντίπαλος θα
εκμεταλλευτεί κάθε ώρα, κάθε λεπτό αδράνειας του κινήματος, κάθε στιγμή
αδυναμίας της εργατικής τάξης και θα κλιμακώσει κι άλλο την επίθεσή του.
Δυστυχώς, την επόμενη περίοδο, για μια ακόμα φορά, θα δούμε πολλούς…
πεφτοσυννεφάκηδες, που θα αιφνιδιαστούν (ξανά!) με την χωρίς όρια βαρβαρότητα
του συστήματος.
Η
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, η
λειτουργία των υπηρεσιών υγείας – περίθαλψης αλλά και παιδείας με
ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, η αντιδραστική αναπροσαρμογή του ασφαλιστικού
συστήματος σε ακόμα πιο πινοτσετική κατεύθυνση (οι πιο ειλικρινείς το λένε και
ανοιχτά), η πορεία φασιστικοποίησης του συστήματος, η ένταση του ελέγχου και
της περιστολής των ελευθεριών και των πολιτικών και συνδικαλιστικών
δικαιωμάτων, ο υστερικός αντικομμουνισμός είναι οι βασικές ράγες πάνω στις
οποίες κλιμακώνεται η αντιλαϊκή επίθεση και στη χώρα μας. Οι υποτιθέμενες
μεταμνημονιακές φιλολαϊκές ρυθμίσεις από τη μία έχουν στενό ορίζοντα τις
εκλογές και από την άλλη αποτελούν μια κοροϊδία καθώς ό,τι δίνεται στην τσέπη
των εργαζομένων στη μία τσέπη θα παίρνεται διπλό από την άλλη (αυξήσεις –
αφορολόγητο κλπ).
Σε
αυτό πρέπει να προσθέσουμε (και το αναφέρουμε χωριστά όχι για να το
υποτιμήσουμε αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο) την όλο και μεγαλύτερη
παράδοση της χώρας στην αμερικανονατοϊκή δολοφονική πολεμική μηχανή. Η επέκταση
της βάσης της Σούδας, η παραχώρηση μιας σειράς στρατιωτικών εγκαταστάσεων, η
συνολική παραχώρηση όλων των υποδομών στον αμερικανονατοϊκό στρατό, η συζήτηση
για μεταφορά της βάσης του Ιντσιρλίκ (πέρα από το γεγονός ότι αυτό θα εξαρτηθεί
από άλλους παράγοντες και θα ήταν μια κίνηση «ανάγκης» που στην πραγματικότητα
δεν θα ήθελαν οι Αμερικάνοι) αλλά και όλος ο στρατηγικός προσανατολισμός στην
ουρά των επιθετικών σχεδίων του ΝΑΤΟ, ο αντιδραστικός άξονας με το Ισραήλ, η
επικίνδυνη συμφωνία των Πρεσπών για να περικυκλωθεί πιο αποφασιστικά η Ρωσία,
όλα αυτά αποτελούν κομμάτια ενός άθλιου παζλ που φέρνει πιο κοντά τον πόλεμο
καθώς ενισχύει τους εμπρηστές του.
Η
προπαγάνδα περί «ανάπτυξης»δεν έχει να
κάνει από καμία άποψη με τα λαϊκά συμφέροντα. Η λεγόμενη «ανάπτυξη», η
προσέλκυση δηλ. των ξένων επενδύσεων γίνεται
στη βάση της διάλυσης των
εργασιακών σχέσεων και καταστρατήγησης δικαιωμάτων που έχει επιτευχθεί με την
επίθεση όλα αυτά τα χρόνια. Εδράζεται στο βάθεμα της εξάρτησης που συντελείται με το ξεπούλημα όποιων
βασικών παραγωγικών μονάδων έχουν απομείνει
(ενέργεια, ναυπηγεία κλπ.) και έχει σαν αποτέλεσμα την συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα
παραγωγής, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και το λαό συνολικά. Η λεγόμενη «ανάπτυξη» αφορά
είτε υπηρεσίες που πρακτορεύουν μονοπωλιακά συμφέροντα, είτε μπίζνες από μη
παραγωγικές έως παρασιτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες (τουρισμός, καζίνο κλπ), είτε την ενέργεια που
θέλουν να χρησιμοποιήσουν οι ιμπεριαλιστές όχι μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους
αλλά και για να χτυπήσουν τις ενεργειακές δυνατότητες της Ρωσίας (δηλαδή
εντάσσονται και σε ιμπεριαλιστικούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς αντίθετους με τα
λαϊκά συμφέροντα), είτε υποδομές μεταφοράς (δρόμοι, λιμάνια) που αντιστοιχούν
σε μια χώρα διαμετακομιστικό κέντρο εμπορευμάτων και ενέργειας.
Συνολικά,
οι εξελίξεις είναι αντιδραστικές και το
πολιτικό σκηνικό έχει ταχύτατη δεξιόστροφη πορεία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική στην αντιλαϊκή επίθεση που προώθησε και
εξαιρετικά φιλομαθής στα εντατικά φροντιστήρια που της έκαναν τα εντός και
εκτός της χώρας αφεντικά. Πέρασε και εμπέδωσε νέα αντιλαϊκά μέτρα και διεκδικεί
τον τίτλο της πιο αποφασισμένης φιλοαμερικάνικης κυβέρνησης των τελευταίων
δεκαετιών.
Η
αντιπολίτευση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μπορεί από τη μία να «ζηλεύει» για τον βελούδινο τρόπο
που η σημερινή κυβέρνηση περνάει αντιλαϊκά μέτρα αλλά, από την άλλη, ξέρει ότι
αυτή η εξέλιξη προσφέρει στο σύστημα και διευκολύνει και τη δική της δουλειά.
Τα ακροδεξιά τους φλερτ ακολουθούν τη συνολική δεξιόστροφη πορεία και το
στρίμωγμά τους με βάση τις εξελίξεις στο λεγόμενο μακεδονικό γίνεται η αφορμή
για να δώσουν σε άλλους τομείς διαπιστευτήρια σκληρής επίθεσης.
Ο λαός
στενοχωριέται και οργίζεται. Η συνεχιζόμενη επίθεση, η μηδενική ελπίδα για αυτά
που του προσφέρει το σύστημα (οι αυταπάτες για «τέλος των μνημονίων» αν έχουν μια έστω και μικρή πέραση, την έχουν
σε μεσαία στρώματα) αλλά και η συνειδητοποίηση (μετά το φιάσκο ΣΥΡΙΖΑ) του
εύρους και του βάθους του αγώνα που πρέπει να δοθεί, δημιουργούν σε αυτή τη
φάση μια παραλυτική κατάσταση. Η εικόνα του μονόδρομου και της παντοκρατορίας
του συστήματος είναι η εικόνα που προκύπτει αφού η πραγματικότητα περάσει από τον παραμορφωτικό φακό της
αποσυγκρότησης των λαϊκών αγώνων.
Τα πράγματα, όμως, δε θα συνεχίσουν έτσι.
Οσοι –παρασυρμένοι από αυτήν την εικόνα- νομίζουν ότι έχουμε μπει σε μια αιώνια
περίοδο ήττας και αδράνειας (μερικές φορές είναι οι ίδιοι που μέχρι το 2015
νόμιζαν ότι είμαστε στα πρόθυρα του σοσιαλισμού) κάνουν σοβαρό λάθος. Τα ίδια
τα αδιέξοδα του συστήματος, οι αντιφάσεις του και οι «υποσχέσεις» του για μια
ζωή – κόλαση συσσωρεύουν ξανά τους όρους ανατροπής της αδράνειας. Και ίσως το επόμενο κύμα λαϊκών αγώνων να
συμπεριλαμβάνει και λιγότερες αυταπάτες εύκολων λύσεων.
Εκπαίδευση
Τα
τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σοβαρή κλιμάκωση της επίθεσης σε όλους τους
όρους δουλειάς των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έκανε σοβαρά βήματα στα εξής ζητήματα:
·
Στην εμπέδωση της πολιτικής της αδιοριστίας που συνοδεύεται με
περιοδικές «δεσμεύσεις» για «δεκάδες χιλιάδες μόνιμους διορισμούς»… του χρόνου.
·
Στην αποφασιστική κλιμάκωση της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων
των εκπαιδευτικών τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (υπεραριθμίες, παράταση ωραρίου, μαγείρεμα των αναθέσεων
μαθημάτων, πολλά σχολεία διάφορων βαθμίδων, πολλαπλά αντικείμενα, ένταση των
γραμματειακών εργασιών κλπ.)
·
Στη νομιμοποίηση της λεγόμενης «μαθητείας», ενός θεσμού με πολλαπλές
στοχεύσεις για το σύστημα: με την ανακύκλωση της ανεργίας, με την κάλυψη
πραγματικών ελλείψεων σε υπηρεσίες του δημοσίου (πολλές θέσεις μαθητείας
αφορούν τέτοιες περιπτώσεις) και πάνω απ’ όλα τη νομιμοποίηση στις συνειδήσεις
των νέων της λογικής του υπο-υποκατώτατου μισθού.
·
Στη θεσμοθέτηση της αξιολόγησης και της εμπλοκής σε αυτήν των απλών εκπαιδευτικών τόσο
μέσω της ψηφοφορίας – αξιολόγησης των διευθυντών όσο και μέσω της
αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας που ξεκινά άμεσα. Σωστά έχουμε
χαρακτηρίσει την αξιολόγηση ως το πολυεργαλείο, το οποίο αντιστοιχεί στην
κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα, σπάζοντας ακόμα πιο
αποφασιστικά τη ραχοκοκαλιά συγκρότησης των εκπαιδευτικών, τραβώντας ως τα άκρα
την κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών, οξύνοντας την πειθάρχηση και
εντείνοντας την ταξικότητα.
·
Στο αποφασιστικό προχώρημα του κεντρικού ελέγχου της δύναμης των
σχολείων και άρα και της κατανομής μαθητών, σύμπτυξης τμημάτων και συγχώνευσης
ειδικοτήτων (στα ΕΠΑΛ) μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων που φακελώνουν σε κεντρικές
βάσεις δεδομένων κάθε λεπτομέρεια της σχολικής ζωής,
Ζητούμενο
παραμένει για το σύστημα το ζήτημα της ροής. Το διαχρονικό όνειρο του
συστήματος είχε και έχει δύο βραχίονες, οι οποίοι συμπλέκονται: Ο ένας είναι το σπρώξιμο μαθητικού
δυναμικού στην ΤΕΕ (Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση) και ο άλλος η αποθάρρυνση
όσο το δυνατόν περισσότερων μαθητών από την προοπτική συνέχισης των σπουδών
στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Έχουμε εδώ και χρόνια ξεκαθαρίσει ότι ο πρώτος
στόχος δεν μπορεί πραγματοποιηθεί «βελούδινα»: Η Τεχνική Εκπαίδευση στην Ελλάδα,
εξαιτίας της αδυναμίας του εξαρτημένου καπιταλισμού να σχεδιάσει μεσοπρόθεσμα
αλλά και να ανοίξει το δρόμο για την εξεύρεση έστω ενός μεροκάματου (σε μια
παραγωγική βάση που όλο και αποσαρθρώνεται σε μια χώρα που το ίδιο το σύστημα
ισχυρίζεται στα σοβαρά ότι ως «βαριά
βιομηχανία έχει τον τουρισμό»!), δεν
ήταν ούτε και είναι ελκυστική. Οι διαφημιστικές καμπάνιες και οι υποσχέσεις
για πρόσβαση στην τριτοβάθμια μόνο παροδικά αποτελέσματα μπορούν να έχουν. Με
βάση τα παραπάνω, βασικό όπλο του συστήματος για να σπρώξει τις νέες και τους
νέους στην Τεχνική Εκπαίδευση δεν είναι
το καρότο αλλά το μαστίγιο.
Αυτό
το μαστίγιο θέλει να θεσμοθετήσει (σε πρώτη φάση να νομιμοποιήσει ήπια για να
το γενικεύσει αργότερα σε όλο το Λύκειο) το Υπουργείο μέσω της
«πανελλαδικοποίησης» των ενδοσχολικών εξετάσεων. Στην ουσία μιλάμε για
επαναφορά με άλλο όνομα της τρισκατάρατης «Τράπεζας Θεμάτων» του
Αρβανιτόπουλου, ενός μέτρου που είχε συναντήσει την αγανάκτηση των
εκπαιδευτικών.
Ενώ,
από την άλλη το προτεινόμενο «Νέο» Λύκειο και Σύστημα Εισαγωγής περιορίζει τις
επιλογές των μαθητών αλλά και προωθεί την κατηγοριοποίηση των πανεπιστημίων
μέσω του διαχωρισμού ΤΕΠ (Τμήματα Ελεύθερης Πρόσβασης) - ΤΠΠΕ (Τμήματα
Πρόσβασης με Πανελλαδικές εξετάσεις).
Με
δυο λόγια, μιλάμε για ένα σύστημα πιο
εντατικοποιημένο, πιο ταξικό, πιο σκληρό.
Την
ίδια στιγμή, η επίθεση συνεχίζεται αναλογικά στην πρωτοβάθμια –προσχολική –ειδική αγωγή.
Αν
και τα «κανόνια» της κυβερνητικής επίθεσης «βαράνε» σε μεγάλο βαθμό προς την
δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς το
σύστημα εκεί έχει να λύσει αρκετές εκκρεμότητες χρόνων βασικά απέναντι στην
νεολαία (πιο σκληρό και επιλεκτικό ταξικό σύστημα, διαχείριση της ανεργίας,
δουλειά από τα «μικρά» χρόνια) καθόλου κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως στην
πρωτοβάθμια τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Θα
μπορούσαμε να μιλήσουμε για αναλογικότητα της επίθεσης καθώς εκεί επιδιώκεται
να εμπεδωθεί πως το σύστημα δεν είναι καθόλου υποχρεωμένο να προσφέρει το
«σχολείο της γειτονιάς» σε μαθητές και γονείς
(στόχος βαθύς από τα χρόνια της Διαμαντοπούλου), πως δεν μπορεί να
«ανεχτεί» μικρές σχολικές μονάδες όπως τα νηπιαγωγεία και ότι ο δάσκαλος όπως
και ο νηπιαγωγός θα πρέπει κατ’ αναλογία να γίνουν οι «ιπτάμενοι Ολλανδοί» της εκπαίδευσης. Είτε καλύπτοντας πολλές και
διάφορες τρύπες –οι πρώτοι- είτε ως υλικό προς πλήρωση των διάφορων κενών, οι
δεύτεροι.
Αυτό
προωθήθηκε με την κατάργηση της οργανικής θέσης του δάσκαλου στα ολοήμερα
δημοτικά και στα νηπιαγωγεία με την διοικητική κατάργηση κάθε καθ εξαίρεση
ζώνης αποχώρησης στο ολοήμερο πρόγραμμα των νηπιαγωγείων που οδήγησε στην αποδυνάμωση και το κλείσιμο
(προσωρινό η μόνιμο) των πάλαι ποτέ ολοήμερων και τώρα πια –προαιρετικών- το
λέει και η λέξη, τμημάτων.
Η
δημιουργία βάση Προεδρικού Διατάγματος
τριμελούς «χούντας» σε κάθε διεύθυνση που τελικά αυτή θα αποφασίζει για
την κατανομή των μαθητών και τις εγγραφές αυτούς τους στόχους επιδιώκει.
Στην
προσχολική αγωγή ενώ η κυβέρνηση έδειξε από την αρχή της πρώτης θητείας της τις
διαθέσεις της (αύξηση των νηπίων σε 14 για την λειτουργία τμημάτων
νηπιαγωγείων) επιχειρήθηκε το τελευταίο διάστημα μία παρελκυστική πολιτική
–στην οποία «τσίμπησαν» και οι Παρεμβάσεις» για την πιλοτική τάχα εφαρμογή της
δίχρονης υποχρεωτικής αγωγής σε μερίδα των δήμων και χωρίς να βάλει ούτε ένα
ευρώ από τον προϋπολογισμό, πιο συγκεκριμένα στους δήμους που δεν αντιμετώπισαν
και κανένα πρόβλημα από αυτή την επέκταση (όχι κεντρικοί δήμοι). Στόχος ακόμα
αυτής της πολιτικής μανούβρας ήταν η δημιουργία αντιθέσεων ανάμεσα στους
νηπιαγωγούς και νηπιοβρεφοκόμους (που θα έρθει αργότερα να λύσει η ρύθμιση που
ετοιμάζεται για «ενιαία προσχολική αγωγή», η μετάθεση της ευθύνης στους δήμους
σε πλήρη ευθυγράμμιση με την λεγόμενη «σχολική αυτονομία».
Συνολικά,
οι επιδιώξεις του συστήματος στην εκπαίδευση αντιστοιχούν σε αντιδραστικές
αναπροσαρμογές, που στόχο έχουν την αντιστοίχιση της εκπαίδευσης στις ανάγκες
του συστήματος στη φάση της κρίσης και της επίθεσης. Πιο συγκεκριμένα, άξονες
των επιδιώξεων αυτών είναι:
·
Ο έλεγχος
της ροής του μαθητικού δυναμικού με την διπλή έννοια που αναφέρθηκε
παραπάνω. Εδώ, ας σημειώσουμε ότι είναι άλλο πράγμα η επιδίωξη και άλλο το
τελικό αποτέλεσμα. Οι μακρόχρονες προσπάθειες του συστήματος να αποσυμπιέσει
την τάση των νέων να επιζητούν τη διέξοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
έχουν αρκετές φορές μπλοκαριστεί από τα ίδια τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του
εξαρτημένου και, υπό κρίση, ελληνικού καπιταλισμού. Είναι για παράδειγμα προς
προβληματισμό η αντιμετώπιση από το σύστημα της αντίφασης που προκαλεί από τη
μία η επιδίωξη σπρωξίματος μαθητικού δυναμικού στην ΤΕΕ και από την άλλη το
κλείσιμο τμημάτων που προκαλεί η πολιτική των περικοπών αλλά και το υψηλό
κόστος που απαιτούν τα ΕΠΑΛ, την ίδια στιγμή που η παραγωγική βάση της χώρας
δεν παραπέμπει σε επενδύσεις του κεφαλαίου στην ΤΕΕ. Επίσης, πρέπει να έχουμε
υπόψη μας ότι σημαντικό (θετικό) ρόλο στην όξυνση των αδιεξόδων αυτών, έχουν
παίξει στο παρελθόν οι κινητοποιήσεις των μαθητών, τους οποίους όταν υποτιμάει
το σύστημα, το πληρώνει.
·
Η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποτίναξη εκ μέρους του κράτους του κόστους
που σχετίζεται με την εκπαίδευση και, άρα, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μεταφορά
του κόστους λειτουργίας της εκπαίδευσης στις οικογένειες, αλλά και στους
εκπαιδευτικούς – ιδιαίτερα στα «κακά» και «μέτρια» σχολεία. Αποτέλεσμα της
μερικής απόσυρσης του κράτους από την υποχρέωση κάλυψης λειτουργικών εξόδων των
σχολείων είναι και τα φαινόμενα «ζητιανιάς» των σχολείων σε επιχειρήσεις. Στο ζήτημα
του κόστους λειτουργίας της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συμπλέκονται
και τα επόμενα σημεία.
·
Η εμπέδωση της πολιτικής της αδιοριστίας, το ξεζούμισμα των
συμβασιούχων εκπαιδευτικών και η συντριβή και ελαστικοποίηση των εργασιακών
σχέσεων μεγάλου τμήματος των εκπαιδευτικών (μόνιμων και συμβασιούχων) σε
συνάρτηση με την αξιολόγηση και την κατηγοριοποίησή τους, τόσο ως πολιτικός
στόχος τσακίσματος της δυνατότητας συγκρότησής τους, όσο και ως διαχειριστική
μέθοδος ευέλικτης ανταπόκρισης του κλάδου στις διάφορες αναπροσαρμογές που
απαιτεί κάθε τόσο το σύστημα.
·
Η κατηγοριοποίηση
σχολείων και εκπαιδευτικών, η οποία ασφαλώς και θα έχει ταξικό προσδιορισμό.
Σημαντικό μερίδιο στην κατηγοριοποίηση αυτή θα έχει η διαδικασία της
αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, η οποία μπορεί στην αρχή να επιβληθεί με
ήπιο τρόπο για να αντιμετωπίσει αντιδράσεις, αλλά σύντομα θα πάρει τις
πραγματικές της διαστάσεις. Αντίστοιχα, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσω της κατηγοριοποίησής τους και της χειραγώγησής τους
στοχεύει στο τέλος του «δρόμου» στο τελικό «παραγόμενο» προϊόν της πρωτοβάθμιας
και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο δεν είναι βέβαια η… γνώση αλλά οι
μαθητές. Ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που στην καθημερινότητα –στην αστική
εκπαίδευση- έχει το ρόλο του ιμάντα μεταβίβασης της πολιτικής και των «ιδεών»
του συστήματος στη μαθητική νεολαία.
·
Το χτύπημα
των ελευθεριών που έχουν κατακτηθεί στα σχολεία, τόσο μέσω της
αξιολόγησης όσο και μέσω της ενσωμάτωσης
της αμφισβήτησης σε άνευρα, θεσμικά, ελεγχόμενα μονοπάτια (διάφορα
προγράμματα), τα οποία –ταυτόχρονα- αποτελούν θερμοκήπια καταπάτησης ωραρίων
και άλλων κατακτημένων εργασιακών δικαιωμάτων.
Κάπου
εδώ, θα πρέπει να κάνουμε μια μικρή αναφορά σε κάποια ιδιαίτερα συνδικαλιστικά
και πολιτικά ζητήματα, τα οποία πρέπει να μας απασχολήσουν γιατί αφορούν τα χαρακτηριστικά
της επίθεσης και τον τρόπο κίνησης του συστήματος και –άρα- και τη δική μας
παρέμβαση.
Το κίνημα
Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες στην προώθηση
της αντιδραστικής πολιτικής απέναντι στους εκπαιδευτικούς. Αν η μία πηγή της
αποτελεσματικότητας αυτής σχετίζεται με τη συνολική κατάσταση του λαϊκού
κινήματος, η άλλη πηγή είναι η χρόνια κυριαρχία αστικών και ρεφορμιστικών
απόψεων στο κίνημα των εκπαιδευτικών. Οι
απόψεις αυτές, συγκροτημένες στη λογική της ταξικής συνεργασίας και του «αταξικού κράτους» (άρα και της «αταξικής εκπαίδευσης») απογείωσαν για
χρόνια την απολιτική, τις συνδιοικητικές λογικές, τον αποπροσανατολισμό για
συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλες τις διοικητικές βαθμίδες (και στη διοίκηση
της σχολικής μονάδας), την αποθέωση της πολιτικής ανοησίας που εμπεριέχει η
γνωστή λογική «όλη η εξουσία στους συλλόγους διδασκόντων» (!), τις αυταπάτες
για την «αλλαγή της εκπαίδευσης που θα φέρει την αλλαγή στην κοινωνία», η
συνακόλουθη άποψη του εκπαιδευτικού-«λειτουργού» που αποκρύπτει την ταξική φύση
της εκπαίδευσης και υπονομεύει την πραγματική ιδιότητα του
εκπαιδευτικού-εργαζόμενου και, συνολικά, ένα σώμα αντιλήψεων στο οποίο είναι
βαθιά ποτισμένη η Αριστερά (ΠΑΜΕ και Παρεμβάσεις) και το οποίο
εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά η κυβέρνηση για να οξύνει τη σύγχυση. Άλλωστε, δεν έχουν και πολύ άδικο κυβερνητικοί παράγοντες
όταν δηλώνουν ότι «εφαρμόζουν προτάσεις της εκπαιδευτικής αριστεράς»
Η
διαλυτική κατάσταση που υπάρχει στις ομοσπονδίες αλλά και στα πρωτοβάθμια σωματεία
της εκπαίδευσης, από την παραπάνω κυριαρχία τροφοδοτείται και αυτήν την
κυριαρχία ανατροφοδοτεί.
Η
απεργία έχει εξοβελιστεί ακόμα και από τη φρασεολογία των συνδικαλιστικών
οργάνων και οι δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά (το ΠΑΜΕ πρωτοπορεί σε
αυτό) δείχνουν μια εκπληκτική «προσαρμογή» - υποταγή στο συσχετισμό. Ρόλο σε
αυτό έχει παίξει και η εδώ και χρόνια στάση των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ, οι οποίες έχουν
φροντίσει να υπονομεύσουν τον απεργιακό αγώνα, «καλώντας» τον κόσμο να
απεργήσει (ουσιαστικά να μην απεργήσει) σε απεργίες χωρίς συνέχεια και
κλιμάκωση. Συνολικά, η στάση των Ομοσπονδιών χαρακτηρίζεται από ένα ξετσίπωτο
άγχος μην τυχόν και γίνει κανένα ατύχημα και δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα στο
ξεδίπλωμα της επίθεσης από τη μεριά του συστήματος και της κυβέρνησης.
Υπό
αυτές τις συνθήκες, έχει αδυνατίσει η ιδέα συγκρότησης ενός μεγάλου αγώνα
αντίστασης και διεκδίκησης και ό,τι πρωτοβουλία παίρνεται είναι στην κατεύθυνση
«διαχείρισης» των μικρών, μια κατάσταση που επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο από
το γεγονός ότι οι όποιες κινητοποιήσεις εκφυλίζονται σε «παραστάσεις
διαμαρτυρίας» όπου συνδικαλιστικοί παράγοντες της Αριστεράς προσπαθούν να
πείσουν μέλη της διοίκησης για το «δίκαιο των αιτημάτων».
Και,
βέβαια, όσο το πραγματικό κίνημα λείπει, τόσο πολλαπλασιάζονται οι θεαματικές
ενέργειες τηλεοπτικού τύπου, τόσο «παρεμβαίνει» το εικονικό κίνημα.
Ασφαλώς,
δεν υποτιμούμε καθόλου την παρέμβαση στα μικρά και καθημερινά. Όμως προσέχουμε
δύο σημεία: Το πρώτο είναι ότι δε νομιμοποιούμε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα τη
λογική και την πρακτική του λεγόμενου «κοινωνικού διαλόγου». Το δεύτερο είναι
ότι κάθε μικρή κινητοποίηση προσπαθούμε να την μπολιάσουμε με την προοπτική
ενός αγώνα που θα οδηγεί σε σύγκρουση συνολικά με την πολιτική του συστήματος
και των κυβερνήσεών του.
Αντίστοιχα,
τρεις παρατηρήσεις σε σχέση με την περιβόητη «απεργία – αποχή» από την
αξιολόγηση: Η πρώτη είναι ότι επιμένουμε να αναδεικνύουμε τα στενά και
προσωρινά όρια της ανυπακοής. Η δεύτερη ότι θα υποστηρίξουμε και τέτοιες
κινήσεις για να κερδίσει το κίνημα χρόνο και να προσπαθήσει να συγκροτήσει
καλύτερα τις αντιστάσεις του. Η τρίτη είναι ότι, πάντα, μας αρέσει η αλήθεια.
Απέχουμε από τη διαδικασία και αν επιβληθεί «εντέλλεσθε» το σωματείο κηρύσσει
στάση εργασίας. Άλλο η αποχή και άλλο η απεργία. Δεν πρέπει να είμαστε
συνένοχοι στο να χάνουν οι έννοιες το νόημά τους.
Συνολικά
σε σχέση με τη στάση μας στα σωματεία, παραμένουμε (και προσπαθούμε με τη σωστή
δοσολογία) στο δίπολο «ενίσχυση κάθε αγωνιστικής κίνησης σε
πρωτοβάθμια σωματεία, επιτροπές αγώνας κλπ – κριτική σε όλα τα αστικά και
ρεφορμιστικά βαρίδια που ταλαιπωρούν το κίνημα».
Συμβασιούχοι
Με
τους συμβασιούχους (αναπληρωτές) έχει διαμορφωθεί μια άσχημη κατάσταση. Ταλαιπωρημένοι
από την πολυετή κοροϊδία γα τη μόνιμη πρόσληψη που όλο πλησιάζει και όλο απομακρύνεται,
διασπασμένοι σε πληθώρα συλλόγων και πρωτοβουλιών (προσόντων, ειδικοτήτων,
παραταξιακών) και αποκομμένοι από τα πρωτοβάθμια σωματεία των εκπαιδευτικών,
αποτελούν για την ώρα μια ανενεργή αλλά μεγάλη στην πραγματικότητα δύναμη.
Οι
κινητοποιήσεις του Μάρτη αποτέλεσαν ένα σοβαρό βήμα, το οποίο δεν μπόρεσε να
βρει συνέχεια, καθώς το μέχρι τότε κατακτημένο επίπεδο συγκρότησης αυτού του
κόσμου δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την
ανοιχτή υπονόμευση του επόμενου βήματος από το σύνολο της αστικής και ρεφορμιστικής
συνδικαλιστικής ηγεσίας. Στις κινητοποιήσεις αυτές καταγράφηκε μια μεγάλη
διαφορά ανάμεσα στους συμβασιούχους που εργάζονται στην πρωτοβάθμια και σε
εκείνους που δουλεύουν στη δευτεροβάθμια (οι οποίοι είναι άλλωστε πολύ
λιγότεροι). Καταγράφηκε, επίσης, η απουσία από τις κινητοποιήσεις μόνιμων
εκπαιδευτικών. Συνολικά, άλλωστε, η αποσυγκρότηση των εργαζομένων οδηγεί τα
τελευταία χρόνια σε μια «μοναξιά» του κομματιού που χτυπιέται κάθε φορά. Και
αυτό αφορά σχεδόν όλες τις περιπτώσεις και όχι μόνο την εκπαίδευση.
Σε
σχέση με το ζήτημα αυτό:
1.
Είναι πιθανό να συγκροτηθούν εστίες αντίστασης
όσο δείχνει πιο καθαρό ότι ο μόνιμος διορισμός θα αποτελεί κάτι εντελώς αδύνατο
για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου αυτού.
2.
Είναι σίγουρο ότι θα δυναμώσει η προσπάθεια του
συστήματος και παραγόντων του να δημιουργήσουν σύγχυση, οδηγώντας τη συζήτηση
στα λεγόμενα «κριτήρια διορισμού». Παραμένουμε σθεναρά αντίθετοι σε μια τέτοια
εκστρατεία αποπροσανατολισμού.
3.
Κινούμαστε με το διπλό στόχο «μαζικοί
μόνιμοι διορισμοί - να μονιμοποιηθούν όλοι οι αναπληρωτές».
4.
Πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε γνωριμία στο χώρο
των συμβασιούχων εκπαιδευτικών και να συγκροτήσουμε μια ιδιαίτερη δουλειά.
5.
Καταγγέλλουμε την συντεχνιακή αλλά και
παραταξιακή πολυδιάσπαση των συμβασιούχων. Παλεύουμε για κοινούς αγώνες όλων
των εκπαιδευτικών μόνιμων και συμβασιούχων αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζουμε κάθε
κίνηση αγώνα των συμβασιούχων, αρκεί να μην έχει χαρακτηριστικά κανιβαλισμού
(ενάντια σε μόνιμους ή ενάντια σε άλλους συμβασιούχους).
Μαθητές
Με δεδομένη την επισήμανση που σημειώθηκε
παραπάνω σε σχέση με το ρόλο των εκπαιδευτικών απέναντι στη μαθητική νεολαία,
ας κάνουμε μόνο μια σύντομη επισήμανση: Υποστηρίζουμε και ενισχύουμε κάθε
εκδήλωση των μαθητών στην κατεύθυνση της διεκδίκησης δωρεάν παιδείας και αντίστασης
στους φραγμούς στις σπουδές. Βοηθάμε στην ύπαρξη δημοκρατικών διαδικασιών
(συνελεύσεων με συζήτηση κλπ) αλλά αντιστεκόμαστε σε μια κουλτούρα
πατερναλισμού των διαδικασιών τους. Σε κάθε περίπτωση το παράδειγμα βασικά δεν
το δίνουμε μέσα στην τάξη αλλά έξω από αυτήν – στην προσπάθεια μας να
συγκροτηθούν αγώνες.
Ταυτόχρονα,
έχουμε πλήρη συναίσθηση ότι οι εκπαιδευτικοί ταξικοί φραγμοί έρχονται
συμπληρωματικά στους κοινωνικούς (εξωεκπαιδευτικούς) φραγμούς, οι οποίοι, έτσι
κι αλλιώς υπάρχουν με βάση την ταξικότητα στην κοινωνία και την επίθεση στο λαό
και την εργατική τάξη.
Αντίσταση στην
καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα
Η
αντιδραστική στροφή που έχει επιβληθεί από το σύστημα έχει βρει άξιο πλειοδότη
στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και σε ένα ακόμα σοβαρό ζήτημα: Η υποχώρηση του
αντιιμπεριαλιστικού αισθήματος που φτάνει στη σημείο του ξετσίπωτου
φιλοαμερικανισμού της κυβέρνησης, υποστηρίζεται δυστυχώς και από τη συντριπτική
πλειοψηφία της «σύγχρονης» κοσμοπολίτικης αριστεράς. Αποτελεί άμεσο καθήκον μας
η ενίσχυση του αντιιμπεριαλιστικού
αισθήματος, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι συγκρούσεις στην περιοχή
οξύνονται στο φόντο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ταυτόχρονα,
οφείλουμε να αποκαλύπτουμε ότι μια σειρά εξελίξεις στην εκπαίδευση καθορίζονται
σημαντικά από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας. ΗΠΑ-ΔΝΤ-ΕΕ-ΟΟΣΑ είναι
εχθροί, είναι ενορχηστρωτές μιας σειράς αντιλαϊκών εξελίξεων, είναι οι ισχυροί
προστάτες των ντόπιων αφεντικών.
Συνολικά,
πρέπει να δυναμώσει η κριτική στο
καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα, το οποίο φαντάζει μονόδρομος και να
καταδεικνύεται κάθε στιγμή πως δεν διανύει κανένα καινούριο στάδιο αλλά και πως
το μόνο που υπόσχεται είναι κρίσεις, πόλεμοι, φτώχεια, απανθρωπιά,
υποκουλτούρα.
Συνδιαχείριση–
συνδιοίκηση
Η
ιστορία με τα συνδιοικητικά όργανα και η κυρίαρχη αστικο-ρεφορμιστική αντίληψη
για αυτά, συμπυκνώνουν με έναν τρόπο όλη
τη σαβούρα αντιλήψεων που έχουν αφοπλίσει το κίνημα. Το πιο εντυπωσιακό
είναι πως όλη η Αριστερά «συμφωνεί» για το ρόλο και την ταξική φύση του
κράτους, αλλά τελικά… όχι και τόσο!
Δυνάμεις
που ενώ δηλώνουν ότι το σύστημα και οι κυβερνήσεις του, έχουν κηρύξει ταξικό
πόλεμο, κάθονται στο ίδιο τραπέζι με τους θύτες, ώστε τα θύματα να προκύψουν
“δίκαια”, “νόμιμα” και με “διαφάνεια”(με αναρτημένα τα μόριά τους!!!). Ενώ
δηλώνουν ότι δεν έχουν ψευδαισθήσεις για τα όργανα αυτά που είναι ιμάντες
εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής, “λιπαίνουν” τη λειτουργία τους, βάζοντας
την υπογραφή τους σε όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές που γίνονται με το υπάρχον
αντιδραστικό νομικό πλαίσιο. Κάθε φορά
που η κυβέρνηση εμφανίζει μια νέα
αντιδραστική ρύθμιση, στήνεται μια παράσταση διαμαρτυρίας και αποχής από τα
όργανα αυτά, για να επανέλθουν αργότερα για να “ελέγξουν” την εφαρμογή της.
Καυχιούνται ότι κατόπιν ενεργειών τους ακυρώθηκαν διαδικασίες εξπρές και έγιναν
όλα σύμφωνα με τους (άδικους) νόμους. Αρνούνται λένε να αφήσουν “χώρο” στον
κυβερνητικό συνδικαλισμό -αναδεικνύοντας τα τελευταία χρόνια πολλούς αιρετούς-,
δεν ανοίγουν όμως δρόμο για την οικοδόμηση ανεξάρτητου ταξικού συνδικαλιστικού
κινήματος, χειραφετημένου από το κράτος.
Με τη συμμετοχή τους αρνούνται, αντιστρατεύονται αυτή την αναγκαιότητα.
Η
αντιπαράθεσή μας σε αυτό πρέπει να οξυνθεί. Αντίστοιχα, πρέπει πανελλαδικά να
γίνει ευρεία καμπάνια που να καλεί σε αποχή όσο το δυνατόν πιο «θορυβωδώς» και
πανελλαδικά.
Εθελοντισμός
Τα
τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη... ποσότητα «κοινωνικής προσφοράς» από διάφορες
πλευρές. Το ίδιο το σύστημα ξεκίνησε μια
προσπάθεια απενοχοποίησης των εγκλημάτων του στην ανθρωπότητα αλλά και στη
φύση μέσω διάφορων πρωτοβουλιών εθελοντικής δουλειάς. Στην πορεία απέκτησε και
το χαρακτήρα της καθαρής κερδοσκοπίας μέσω των διάφορων ΜΚΟ και πλέον, η
συμμετοχή σε τέτοιου είδους προγράμματα (πολλές φορές με πληρωμή διάφορων
εξόδων από τους συμμετέχοντες εθελοντές!) αποτελεί κάτι σαν προαπαιτούμενο για
να βρει κάποιος ένα μεροκάματο της κακιάς ώρας.
Πιστή
στο ραντεβού της με την αφέλεια, η ρεφορμιστική αριστερά (στα χρόνια της
κρίσης) θεώρησε ότι μέσω ενός δικτύου κοινωνικών ιατρείων, κοινωνικών
παντοπωλείων και δωρεάν μαθημάτων κάνει δουλειά στη βάση της κοινωνίας και
θυμήθηκε ότι η Εθνική Αλληλεγγύη οργάνωνε συσσίτια, μόνο που ξέχασε ότι τα
περιφρουρούσε με τα όπλα του ο ΕΛΑΣ.
Στην
πορεία των πραγμάτων, όλα αυτά τα δίκτυα τα ιδιοποιήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με
ένα σμπάρο πέτυχε δυο τρυγόνια: Από τη μία εξωραΐζει τα πραγματικά
χαρακτηριστικά του και πουλάει ευαισθησία και από την άλλη (και αυτό είναι το
σημαντικό) κάνει μια προσπάθεια κλίμακας να
υποκατασταθούν δομές κοινωνικής πρόνοιας που θα έπρεπε να συγκροτεί το κράτος
από εθελοντικές (πολλές φορές και χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ) δομές. Τα ίδια
είδαμε στη Μάντρα, στο Μάτι σε κάθε περίπτωση που φάνηκε η απουσία του κράτους
(είναι γνωστό ότι σε άλλες περιπτώσεις το κράτος είναι παρόν με όλα του τα
«όπλα» – και όπλα).
Είναι
σωστή η απόσταση που κρατήσαμε σε αυτές τις συνθήκες από αυτή τη βροχή
εθελοντισμού και «κοινωνικών δομών
αλληλεγγύης». Σωστά εκτιμήσαμε ότι η απουσία κινήματος δεν μπορεί να
παρακαμφθεί με κόλπα, στα οποία η εισαγωγή της πολιτικής και της έννοιας του
συλλογικού αγώνα δεν είναι καθόλου δεδομένη. Σωστά σημειώσαμε ότι μόνο ένα
κίνημα που έχει κατακτημένο ένα βασικό κορμό αγωνιστικής συγκρότησης μπορεί να
σκέφτεται και τέτοιες εκδοχές ως συμπληρωματικές του πυρήνα της δράσης του.
Σε
κάθε περίπτωση διεκδικούμε από το κράτος (εκτός αν κάποιος κρίνει ότι αυτό έχει
συνολικά διαλυθεί!) και παλεύουμε για διορισμούς. Σε κάθε περίπτωση δεν
νομιμοποιούμε την απλήρωτη εργασία.
Για μας
Οι
Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών έχουμε διανύσει μια αξιόλογη πορεία, έχουμε
κατακτήσει μια παρουσία και έχουμε κατοχυρώσει μια φυσιογνωμία σε ένα καθόλου
ευνοϊκό πολιτικό – συνδικαλιστικό περιβάλλον.
Πιο
συγκεκριμένα: Παρεμβαίνουμε σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας και δεν έχουμε να
παρουσιάσουμε σοβαρά κενά σε άμεσα ζητήματα που προκύπτουν. Η παραγωγή
ανακοινώσεων και η διαμόρφωση άποψης – φυσιογνωμίας είναι σχετικά επαρκής και
χωρίς σοβαρές καθυστερήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν
καλύτερα τα πράγματα. Αποτέλεσμα, άλλωστε, της πραγματικότητας αυτής είναι και
το γεγονός ότι οι Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών έχουμε παρουσία σε αρκετά
ΔΣ στα πρωτοβάθμια σωματεία που παρεμβαίνουμε.
Επίσης,
δεν είναι χωρίς σημασία, η άρνησή μας να υποταχθούμε στο συσχετισμό, τόσο μέσα
από σύγκρουση με πολιτικές αντιλήψεις ήττας και υποταγής στο συσχετισμό
(συγκεντρώσεις στο υπουργείο, διάλογος με την κυβέρνηση), όσο και μέσα από
προσπάθειες να βάλουμε μπροστά πρωτοβουλίες που κρίνουμε ότι εξυπηρετούν την
κίνηση μαζών. Η περσινή πρόταση κοινής δράσης μπορεί να γνώρισε την αδιαφορία
από τις άλλες δυνάμεις, ωστόσο το αγωνιστικό σκίρτημα που εμφανίστηκε το Μάρτη
για τους μόνιμους διορισμούς, απέδειξε τόσο το ορθό της πρωτοβουλίας, όσο και
το ορθό επιλογής της χρονικής στιγμής.
Από
την άλλη, η μακρόχρονη απουσία αγώνων (ούτε λίγο ούτε πολύ έχουν να γίνουν
συνελεύσεις πέντε χρόνια!) αλλά και δικές μας αδυναμίες, μας ασκούν μια πίεση
και μας έχουν οδηγήσει σε μια στασιμότητα και σε δυσκολία να ανοίξουμε ρωγμές,
οι οποίες να δημιουργήσουν αντιστάσεις.
Είναι
πιθανό οι πιέσεις να γίνουν ακόμα πιο έντονες αυτή τη χρονιά. Οι απανωτές
εκλογές (σωματεία, συνδιοικητικά, ομοσπονδίες, ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές,
βουλευτικές) θα κατευθύνουν το σύνολο των δυνάμεων σε εικονικές κινήσεις
εκλογικής κεφαλαιοποίησης.
Στις
συνθήκες αυτές επιδιώκουμε:
- Να στηρίξουμε κάθε προσπάθεια συγκρότησης εστιών αντίστασης
και διεκδίκησης.
- Να παρέμβουμε με το σύνολο της άποψής μας, καθώς η περίοδος
είναι τέτοια που αναζητούνται συνολικές προσεγγίσεις – ακόμα και αν δεν φαίνονται ευχάριστες.
- Να συγκροτήσουμε καλύτερα τη δουλειά μας με συνεχείς
παρεμβάσεις, υλικά, εκδηλώσεις.
-
Να πλατύνουμε (ακόμα και σε αυτήν τη δύσκολη περιρρέουσα ατμόσφαιρα) τη βάση
στήριξης των Αγωνιστικών Κινήσεων και να διερευνήσουμε τις δυνατότητες να
απλώσουμε την παρέμβασή μας και σε άλλους διδασκαλικούς συλλόγους και ΕΛΜΕ. Να
μην υποτιμήσουμε ότι ένας κόσμος αισθάνεται την χρεωκοπία των
συνδιαχειριστικών-ρεφορμιστικών γραμμών και αντιλήψεων και μπορεί να συνδεθεί
και να παλέψει μαζί μας.
- Να δούμε πιο ζεστά και συγκροτημένα την παρέμβασή μας στους
συμβασιούχους εκπαιδευτικούς.
- Να αναλάβουν περισσότερες συναγωνίστριες και περισσότεροι
συναγωνιστές ευθύνες στην παραγωγή υλικών και στη συγκρότηση της άποψής μας.
Απαραίτητα
προαπαιτούμενα για να γίνουν όλα τα παραπάνω είναι:
1)
Η προσπάθεια συγκρότησης και τακτικής
λειτουργίας σχημάτων παντού όπου παρεμβαίνουμε και
2)
Η αναβάθμιση της λειτουργίας του Συντονιστικού
των Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών στην κατεύθυνση μετεξέλιξής του σε ένα
όργανο που όχι μόνο συντονίζει, αλλά αναλαμβάνει και την ευθύνη της πολιτικής
συγκρότησης των ΑΚΕ.
Στην
κατεύθυνση αυτή, το παρόν κείμενο απόφασης της σύσκεψής μας πρέπει να
αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης τόσο στο εσωτερικό των σχημάτων όσο και με
άλλους συναγωνιστές.
Κατευθύνσεις
Συγκεκριμέναπαλεύουμε
στις κατευθύνσεις:
Ø
Της δημιουργίας εστιών αντίστασης στην επίθεση
και διεκδίκησης των βασικών δικαιωμάτων, στην προοπτική συγκρότησης αντίστοιχου
μετώπου. Αντιστεκόμαστε σε κάθε προσπάθεια κατάθεσης των λαϊκών κινητοποιήσεων
στα χρηματιστήρια αστικών και ρεφορμιστικών πολιτικών σχεδίων - Αποκαλύπτουμε
την ταξική φύση του κράτους και της εκπαίδευσης.
Ø
Της ενίσχυσης της πολιτικοποίησης του κινήματος:
o
ενάντια
στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, την συμμετοχή της
χώρας σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, το φασιστικό και ρατσιστικό δηλητήριο –
παλεύουμε για αλληλεγγύη και κοινή δράση των λαών και για πλήρη δικαιώματα σε
πρόσφυγες και μετανάστες.
o
Ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και στη
διάλυση των εργασιακών σχέσεων και των λαϊκών κατακτήσεων – παλεύουμε για
μόνιμη, πλήρη και σταθερή δουλειά για όλους με πλήρη δικαιώματα σε ασφάλιση, μισθούς
και δωρεάν περίθαλψη, για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για
ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς.
Ø
Παλεύουμε για τη συγκρότηση του κινήματος όχι
επίδοξου συμβουλάτορα του αστικού κράτους και των κέντρων εξουσίας του
συστήματος και αστικών κομμάτων αλλά ενάντια σε αυτά. Στηρίζουμε την απεργιακή
προοπτική και δεν υποτασσόμαστε στον αρνητικό συσχετισμό για να γίνουμε
αρεστοί. Στηρίζουμε κάθε μορφή (σωματείο, πρωτοβουλία, επιτροπή αγώνα) που
μπορεί να βοηθήσει στην εκδήλωση αγωνιστικών πρωτοβουλιών. Συνεχίζουμε να
ερχόμαστε σε σύγκρουση με τις ηγεσίες των Ομοσπονδιών και αναπτύσσουμε τη δράση
μας με δεδομένο ότι θα τις βρούμε απέναντι σε κάθε προσπάθεια συγκρότησης αγώνα.
Ø
Ενάντια στην αξιολόγηση, την χειραγώγηση, την
τρομοκράτηση, την κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών, ενάντια σε
διασπάσεις εργασιακών σχέσεων (μόνιμοι – συμβασιούχοι), βαθμίδων (δημοτικά –
γυμνάσια – λύκεια – ΕΠΑΛ), ειδικοτήτων, ενάντια στη φασιστικοποίηση συνολικά
της πολιτικής του συστήματος – παλεύουμε για πολιτικές και συνδικαλιστικές
ελευθερίες και δικαιώματα.
Ø
Ενάντια στους ταξικούς φραγμούς και τη
μετακύλιση του κόστους της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο λαό – παλεύουμε για
δωρεάν δημόσια παιδεία για όλους. Στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις των μαθητών για
τα δικαιώματα στις σπουδές και αντίθετα με λογικές «πατερναλισμού» τους.