Ετος 2022: Οι νομπελίστες επιστήμονες
προτείνουν τρόπους να βράζουμε τα μακαρόνια σε δύο λεπτά και οι υπουργοί
οικονομικών ιμπεριαλιστικών γιγάντων –όπως νιώθουν- βρίσκουν τρόπους για…
στεγνό μπάνιο, με σφουγγαράκι, χωρίς ζεστό νερό. Τα φώτα θα κλείνουν νωρίς και
οι μαθητές πρέπει να κουβαλάνε στα σχολεία τους βαριές κουβέρτες. Αυτή είναι η
διέξοδος που προτείνει το σύστημα, αυτό είναι το γκροτέσκο αφήγημά του.
Ετος 2022: Η… παγκόσμια ειρήνη και ευημερία
που έταζε ο νικητής παγκόσμιος καπιταλισμός μετριέται πια σε πολλές συγκρούσεις
από άκρο σε άκρο του πλανήτη, σε πυρηνική ρητορική (για την ώρα), σε φτώχεια,
ανεργία και εξαθλίωση. Οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών διαλύουν χώρες,
πολέμαρχοι που θυμίζουν τον 17ο αιώνα κατασπαράζουν τα κομμάτια
τους, αστικές τάξεις βγάζει η μία τα μάτια της άλλης και ταυτόχρονα τα δίνουν
όλα στα αφεντικά τους.
Αυτή η προοπτική κόλασης που υπόσχεται το σύστημα, χωρίς καν
μια διέξοδο έστω ενός μικρού καρότου, αποτελεί μια διπλής εκρηκτικότητας
εύφλεκτη ύλη. Γιατί
στο άμεσο αδιέξοδο της δραματικής (και ποιοτικής) επιδείνωσης των όρων ζωής και
δουλειάς, προστίθεται κάτι καθόλου ασήμαντο – ιδιαίτερα στα πιο νεανικά τμήματα
της κοινωνίας: Κι αυτό είναι η έλλειψη προοπτικής, το πηγάδι αδιεξόδου του
συστήματος, η απογύμνωσή του και η αποκάλυψη της σάπιας και καταστροφικής του
φάσης. Η πλήρης ιδεολογική του έκπτωση.
Χαρακτηριστική συμπύκνωση
των αδιεξόδων του, είναι η όξυνση και το ανέβασμα ποιότητας των πολεμικών
συγκρούσεων. Και τραγική απεικόνιση για το πού το πάει πολιτικά το σύστημα
είναι η κόντρα αστικών μερίδων, οι οποίες όλες τείνουν στον φασισμό ή την
φασιστικοποίηση με γραβάτες, της αστικής πολιτικής. Αλήθεια, ανάμεσα στον Τραμπ
και τον Μπάιντεν, τη Λεπέν και τον Μακρόν, τη Μελόνι και τον Ντράγκι, μπορεί
κάποιος να επιλέξει το… λιγότερο κακό; Χωρίς, να θέλουμε να πούμε ότι είναι
όλοι ακριβώς ίδιοι, η πραγματικότητα είναι ότι οι γραμμές έχουν «πυκνώσει», οι
διαφορές γίνονται ουσιαστικά όλο και πιο δυσδιάκριτες, και όλοι τους
συμμετέχουν στην μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού πιο δεξιά – πιο
αντιδραστικά.
Είναι βέβαια γνωστό, ότι
η εύφλεκτη ύλη, για να παράξει έκρηξη (και μάλιστα σε μια κατεύθυνση προς
όφελος του λαού) απαιτεί την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Την οργάνωσή του,
την ταξική συγκρότηση, το ξεδίπλωμα αγώνων. Όπως και νάχει όμως, το πρωτογενές
υλικό στις συνθήκες της πραγματικής ζωής συντρίβει όχι μόνο τους προπαγανδιστές
του συστήματος αλλά και όλο το συρφετό αυτών που φαντασιώνονται τη δική τους
διαμεσολάβηση για έναν καπιταλισμό με λίγο λιγότερο βάρβαρο πρόσωπο. Με άλλα
λόγια τα αδιέξοδα και η «προοπτική» του συστήματος αποτελούν την υλική βάση, το
έδαφος πάνω στο οποίο παρεμβάσεις που θέλουν να παλέψουν για τα συμφέροντα των
εργαζομένων, του λαού και των παιδιών του, χωρίς να αυταπατώνται για το τέλος
της κατρακύλας έξω από αγώνες που θα την φρενάρουν, μπορούν να βρουν χώμα να
καρπίσουν.
Τα παραπάνω σκεπάζουν και
σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τις διαθέσεις του λαού. Η αναμονή για τον βαρύ
(κυριολεκτικά και μεταφορικά) χειμώνα που έρχεται δημιουργεί ένα αντιφατικό
μίγμα συναισθημάτων: Φόβο αλλά και αγανάκτηση, παραλυσία αλλά και οργή.
Και πρέπει να σημειώσουμε
το σημαντικό και αισιόδοξο γεγονός ότι (παρά την μακρόχρονη αποσυγκρότηση του
λαϊκού παράγοντα) σε πολλές χώρες, ήδη, κομμάτια εργαζομένων έχουν βγει στο
δρόμο εκφράζοντας την αγανάκτησή τους και την διάθεσή τους να αγωνιστούν
ενάντια στη φτώχεια.
Που βρισκόμαστε στην εκπαίδευση
Η κατάσταση που
περιγράφηκε παραπάνω ισχύει και στην εκπαίδευση. Και έχει παίξει το ρόλο της
στη διαμόρφωση ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος. Ότι οι εκπαιδευτικοί
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνεχίζουν δείχνουν μια πεισματική
και αρκετά ανθεκτική απροθυμία να συναινέσουν στην άγρια επίθεση που
εξελίσσεται: Πλειοψηφικά τμήματα του κλάδου –παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές
και πολιτικές καταβολές και παρά το πλήθος συγχύσεων που κυριαρχούν μετά από
τόσα χρόνια πολιτικού και συνδικαλιστικού διαλυτισμού- επιμένουν να μην θέλουν
την αξιολόγηση, να απορρίπτουν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και την Τράπεζα
Θεμάτων, να προσπαθούν να μην συναινούν στα τηλε-«μαθήματα» στα υπό κατάληψη
σχολεία.
Και αποτελεί ένα
εξαιρετικά θετικό γεγονός, ότι ο κλάδος, ενώ πέραν της κυβερνητικής
τρομοκρατίας, αντιμετωπίζει και τις υπονομεύσεις και τα ανοιχτά ξεπουλήματα των
συνδικαλιστικών ηγεσιών, δεν ήταν ούτε φέτος καθόλου «πρόθυμος». Ο διοικητικός
μηχανισμός έψαχνε με το τουφέκι να βρει «εθελοντές» μέντορες και ενδοσχολικούς
συντονιστές. Οι εκπαιδευτικοί διαισθάνθηκαν ότι το πλαίσιο αυτό δεν ήταν καθόλου
(όπως καθησύχαζε το υπουργείο αλλά και οι ποικιλώνυμες συνδικαλιστικές ηγεσίες)
«κάτι που κάναμε πάντα», αλλά η
δηλητηρίαση με το μικρόβιο της αξιολόγησης – κατηγοριοποίησης, όχι «απέξω» και
«από πάνω», αλλά μέσα στην καρδιά του κλάδου: σε κάθε σύλλογο όλοι να
παρακολουθούν και να εποπτεύουν όλους!
Ας τα δούμε λίγο πιο
συγκεκριμένα:
Η επίθεση στην εκπαίδευση
βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των κέντρων εξουσίας του συστήματος και αφορά όλες
τις βαθμίδες:
- Η ξέφρενη εντατικοποίηση της δουλειάς στα δημοτικά και η σχολειοποίηση του νηπιαγωγείου, η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και η Τράπεζα Θεμάτων, η απώθηση τμήματος της μαθητικής νεολαίας έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία – σε δομές μεταγυμνασιακής κατάρτισης, η τοξική και ταξική επίθεση της τηλε-«εκπαίδευσης» σε όλες τις βαθμίδες και με κάθε αφορμή, η Πανεπιστημιακή Αστυνομία και ο νόμος πλαίσιο, η απάνθρωπη εντατικοποίηση των σπουδών σε ΟΛΕΣ τις βαθμίδες,
- Η
αυτοαξιολόγηση και αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών –και εννοούμε ΟΛΟ το
θεσμικό πλαίσιο, από την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, την εξωτερική
αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών, μέχρι τους μέντορες και τους συντονιστές,
- Η
αδιοριστία και η όλο και πιο κυνική εκμετάλλευση του μεγάλου όγκου των
αναπληρωτριών και αναπληρωτών συναδελφισσών και συναδέλφων.
ΟΛΑ τα παραπάνω
διαπερνώνται από ένα μαύρο, αντιδραστικό νήμα. Που θέλει να δημιουργήσει μια
εκπαίδευση πιο ταξική, με αποθάρρυνση, ταξικούς φραγμούς και αποκλεισμούς για
να παραχθεί μια νεολαία χωρίς δικαιώματα – όμηρος στην εργοδοτική τρομοκρατία
και αυθαιρεσία. Για να υπάρχουν αποτελέσματα στον τομέα αυτό, είναι απαραίτητο
να διαρραγεί κάθε συλλογικότητα, να διασπαστεί και να φαγωθεί στο εσωτερικό του
ο κλάδος των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – και σε
αυτόν τον τομέα τη βασική βρωμοδουλειά την κάνει το αντιδραστικό πολυεργαλείο
της αξιολόγησης. Ολο αυτό το σχέδιο απαιτεί, προφανώς, την ολομέτωπη επίθεση
στις ελευθερίες και στα δημοκρατικά δικαιώματα, την, στη γέννησή τους,
καταστολή των μαθητικών κινητοποιήσεων, την πλήρη μετατροπή των εκπαιδευτικών
σε τρομαγμένους κρατικούς υπαλλήλους που θα εφαρμόζουν «βασιλικά διατάγματα» -
ενάντια στα συμφέροντα τα δικά τους και των μαθητών.
Ποια είναι η διέξοδος;
Σε όλο αυτό το χάος
επίθεσης, δύο είναι οι βασικές αιχμές που δημιουργούν στον κλάδο μας de facto όρους μαζικής κίνησης και προοπτική
οικοδόμησης μαζικών αντιστάσεων: Η καταιγιστική φτωχοποίηση και όλο το πλαίσιο
της αξιολόγησης. Αυτά συζητάει ο κόσμος, αυτά δείχνουν ότι μπορούν να είναι οι
αιχμές της πάλης που πρέπει να συγκροτηθεί!
Ποιας πάλης όμως;
Οσο μας αφορά όχι μόνο
δεν θα ξεχάσουμε, αλλά θα υπενθυμίζουμε με μανία τα απαραίτητα και βασικά: Πάλη είναι η μαζική κίνηση με απεργίες και
διαδηλώσεις, με συνελεύσεις που θα περιλαμβάνουν συζήτηση, αντιπαράθεση,
επιλογή αιχμών, απόφαση, συγκρότηση πλατιών επιτροπών αγώνα, απεργιακών ταμείων
και άλλων πολιτικών και οργανωτικών μέτρων πολιτικής και πρακτικής
προετοιμασίας της μάχης, απολογισμό των προηγούμενων βημάτων.
Πάλη είναι η κόντρα με
την αστική νομιμότητα, γιατί καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να θεωρήσει «νόμιμο»
το ξεδίπλωμα αγώνων που θα θέτουν σε κίνδυνο πλευρές της πολιτικής της. Η μόνη
θωράκιση απέναντι σε αυτό είναι η μαζικότητα, το πολιτικό ξεκαθάρισμα του τι
διακυβεύεται, η οργάνωση των εκπαιδευτικών.
Η οποιαδήποτε προοπτική
να ξεδιπλωθεί τέτοιος πραγματικός αγώνας θα ενεργοποιήσει όχι μόνο τα πιο
τρομοκρατικά αντανακλαστικά της κυβέρνησης, του αστικού κράτους και των Μέσων
Μαζικής Εξαπάτησης, αλλά και τα δουλικά –προς το σύστημα- αντανακλαστικά των
συνδικαλιστικών ηγεσιών, οι οποίες άλλωστε έχουν δείξει χωρίς κανένα πρόσχημα
τα πραγματικά τους χαρακτηριστικά. Με την έννοια αυτή, η συνεχής και μάταιη
επίκληση «να κάνουν κάτι οι ΔΟΕ-ΟΛΜΕ»
μόνο αποπροσανατολισμό δημιουργεί, αν δεν εκφράζει την ενοχική επιλογή των
εμπνευστών της να μην συμβάλουν καθόλου στην οργάνωση αγώνων. Οι ΔΟΕ-ΟΛΜΕ θα «κάνουν κάτι» στην περίπτωση που νιώσουν
την πίεση από πραγματικές κινήσεις των εκπαιδευτικών στους πρωτοβάθμιους
συλλόγους τους.
Με άλλα λόγια: Μπροστά
στις δραματικές εξελίξεις που είναι σε εξέλιξη ενάντια στο λαό, στα παιδιά του
και στους εκπαιδευτικούς, ΜΟΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ είναι η συγκρότηση ΑΓΩΝΩΝ με
ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ – ΑΠΕΡΓΙΕΣ – ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ. Κάθε μικρή τοπική ή μερική αντίσταση
παλεύουμε να συμβάλει στη συγκρότηση ενός μεγάλου ποταμιού μιας ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΧΗΣ
του κλάδου, μιας μάχης όπου η αντιδραστική πολιτική του συστήματος και της κυβέρνησης
(ή έστω βασικές πλευρές της) θα ΗΤΤΗΘΕΙ στο δρόμο.
Όπως υπαινιχθήκαμε πριν,
αιχμές αυτής της μάχης είναι η πάλη για:
- πραγματικές αυξήσεις και για ανάκληση όλων των ανατιμήσεων,
- την ανατροπή της αξιολόγησης αλλά και του θεσμικού πλαισίου της τηλε-«εκπαίδευσης»,
- την μονιμοποίηση όλων των αναπληρωτών,
- σε συμμαχία με μαθητές και φοιτητές για ανατροπή της ΕΒΕ, της Τράπεζας Θεμάτων, της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας και του νόμου Πλαίσιο,
- κατάργηση του αντεργατικού, αντισυνδικαλιστικού 4808 (Χατζηδάκη) και δέσμευση των Συνελεύσεων ότι το Σωματείο δεν θα εφαρμόσει τις διατάξεις του.
Ταυτόχρονα, άμεσης ανάγκης (παρά την υποχώρηση του
αντιιμπεριαλιστικού αντιπολεμικού κινήματος) είναι να αναδειχτεί ως αιχμή η
συμμετοχή σε πρωτοβουλίες εναντίωσης στον άδικο
πόλεμο στην Ουκρανία, πάλης ενάντια στη μετατροπή της χώρας σε πολεμικό
προγεφύρωμα των αμερικανονατοϊκών, για το διώξιμο των βάσεων και του ΝΑΤΟ από
τη χώρα, για την ανάδειξη της φιλίας- αλληλεγγύης με όλους τους λαούς/
πρόσφυγες/ μετανάστες.
Ας διευκρινίσουμε κάτι: Ένας
αγώνας όταν εξελίσσεται και αποκτά πραγματική μαζική κίνηση, αναπροσαρμόζεται,
μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει ζητήματα, να προτάξει άλλους στόχους, να παράξει
νέα (ή άλλα) αιτήματα. Οσο μας αφορά, δεν αντιλαμβανόμαστε το κίνημα ως μια
πραγματικότητα που πρέπει να υποταχθεί στους δικούς μας σχεδιασμούς – μιας και
ο μοναδικός μας «σχεδιασμός» είναι η έξοδος του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο,
με τον μόνο δυνατό τρόπο: τους αγώνες του. Με την έννοια αυτή, η επιλογή των
παραπάνω αιχμών έχει γίνει με γνώμονα του τι προτάγματα αναδεικνύει η
πραγματικότητα και όχι τι σκαρφίζονται άλλου τύπου σχεδιασμοί σε κομματικά
γραφεία.
Ας διευκρινίσουμε και
κάτι ακόμα. Το σύστημα και οι κυβερνήσεις του δεν πρόκειται ποτέ να σου
προσφέρουν ένα θεσμικό πλαίσιο ώστε να είναι… νόμιμο να καταργήσεις τους νόμους
τους. Ο αγώνας όταν δυναμώσει θα έχει να αντιπαλέψει δικαστήρια, αστυνομία και
ιδεολογική τρομοκρατία από τα παπαγαλάκια του συστήματος.
Οι αγώνες, λοιπόν, ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΟΙ ή ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ, είναι ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ.
Τέλος, ας κάνουμε μια
σημαντική και ιδιαίτερη αναφορά στο πιο χτυπημένο, το πιο εκμεταλλευόμενο τμήμα
των εκπαιδευτικών, τις συναδέλφισσσες και τους συναδέλφους αναπληρώτριες και
αναπληρωτές. Πρόκειται για το τμήμα που προορίζεται να γίνει το πρώτο θύμα και
το πειραματόζωο των νέων αντιδραστικών ρυθμίσεων. Είναι σημαντικό ότι
διαψεύστηκαν οι ελπίδες της κυβέρνησης ότι κάτω από καθεστώς τρομοκρατίας, αυτό
το τμήμα θα έσκυβε το κεφάλι μπροστά στην επίθεση της αξιολόγησης. Οι συναδέλφισσες
και οι συνάδελφοι ελαστικά εργαζόμενοι (παρά την έλλειψη εμπειρίας και παρά την
εργασιακή ανασφάλεια) βρέθηκαν σε πολλές περιπτώσεις μπροστά και από το μόνιμο προσωπικό στην έκφραση της αντίθεσής
τους. Και αυτό ας το κρατήσουμε για το αμέσως επόμενο διάστημα.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο το αυτονόητο;
Ας μην κρυβόμαστε. Παρόλο
ότι τα παραπάνω είναι σχεδόν αυτονόητα για κάθε άνθρωπο, πρέπει να καταναλωθούν
τόνοι μελάνης για να επανέλθουν στην συζήτηση. Η ανάγκη για συγκρότηση
κεντρικού αγώνα με απεργίες και διαδηλώσεις (αυτού δηλαδή που κέρδισε
κατακτήσεις στην ιστορία) έχει εξωβελιστεί πλήρως από την κυρίαρχη
συνδικαλιστική συζήτηση. Ας δούμε τις εκφράσεις του κυρίαρχου συνδικαλιστικού
λόγου:
Η ΔΟΕ κρύφτηκε πίσω από
τα λεγόμενα «ενιαία κείμενα». Η αντίσταση των «ενιαίων κειμένων» ήταν τόσο…
τρομερή, που βαθμολογήθηκε με 9/10. Την τσαχπίνικη υποταγή της ΔΟΕ την στήριξαν
ΔΑΚΕ, ΕΡΑ και οι μισές Παρεμβάσεις ενώ το ΠΑΜΕ έτριβε τα χέρια του γιατί έκανε
πως διαφωνεί, ενώ οι συνδικαλιστές του ήδη δούλευαν την ιδέα στους ΣΕΠΕ και πρότειναν
τα αντίστοιχα (και χειρότερα) σε ΕΛΜΕ που ελέγχουν!
Η ΟΛΜΕ (με ψήφους ΣΥΝΕΚ –
ΠΕΚ – ΠΑΜΕ με δήλωση ανοχής από την ΔΑΚΕ!) ψήφισε ένα κατάπτυστο πρόγραμμα «δράσης»
(https://www.olme.gr/2022/09/26/26-09-2022-πρόγραμμα-δράσης-ολμε/), το οποίο σε
δέκα σημεία – τίποτα, περιλαμβάνει διασκέψεις, περιοδείες και συναντήσεις με
τρεις υπουργούς/υφυπουργούς! Μάλλον για να τους πείσουν με τα συντριπτικά τους
επιχειρήματα. Πρόκειται για κείμενο - προσβολή στην έννοια του συνδικάτου και
του συλλογικού αγώνα…
Καθοδηγητικό ρόλο σε όλο
αυτό το αίσχος παίζουν, ασφαλώς, οι ανοιχτά κυβερνητικές δυνάμεις. Η ΔΑΚΕ που, μετά
το χαστούκι της Κεραμέως στα ΠΥΣΠ/ΔΕ, έχει απολέσει κάθε επίφαση από το ρόλο
του γραφείου Τύπου της κυβέρνησης. Οι ΣΥΝΕΚ/ΕΡΑ που, υπονομεύοντας κάθε
αντίσταση, θέλουν να υποτάξουν την αγανάκτηση των εκπαιδευτικών στις
κυβερνητικές φιλοδοξίες του ΣΥΡΙΖΑ: «μην κουνιέστε και ψηφίστε μας». Τα
ΠΕΚ/ΔΥΣΥ στο ρόλο της υπεύθυνης συμπολιτευόμενης «αντιπολίτευσης».
Αυτή η συνεργασία δεν μπορεί να αποτελεί κανενός είδους
έκπληξη. Είναι η
αντανάκλαση των θέσεων των κομματικών τους φορέων στο κεντρικό πολιτικό
επίπεδο. Το θλιβερό, όμως, είναι η στάση της ΑΣΕ/ΠΑΜΕ, το οποίο αποτελεί τον
«αριστερό» εγγυητή ότι της ομαλότητας και της αδράνειας. Η παράταξη αυτή –αφού
αποτέλεσε τον καθοδηγητή της νομιμοποίησης της επίθεσης της τηλε-«εκπαίδευσης»-
όχι μόνο δεν κάνει τίποτα στην κατεύθυνση συγκρότησης κινήματος, αλλά
καταγγέλλει και ως υπονομευτικές οποιεσδήποτε προσπάθειες να δυναμώσει η φωνή
για την ανάγκη απεργιακού αγώνα του κλάδου. Προσπαθεί να διασώσει ένα
αγωνιστικό προσωπείο με βάση την απεργία της 9ης Νοέμβρη,
αποκρύπτοντας ότι δεν προτείνει τίποτα ούτε πριν ούτε μετά. Οδηγεί τους
εργαζόμενους ουρά στις αθλιότητες της ΓΣΕΕ.
Και κατεβάζει ένα
λεγόμενο πλαίσιο «πάλης» που περιλαμβάνει πενήντα (!) αιτήματα, όπου το «να καταργηθεί η Τράπεζα Θεμάτων» είναι
δίπλα στην «αύξηση του ποσού της χιλιομετρικής
αποζημίωσης για ανάγκες της υπηρεσίας από τα 0,15€/χλμ στα 0,35€/χλμ», την «επαναφορά της
δυνατότητας λήψης άτοκων δανείων από την υπηρεσία» και το αντιδραστικό για «ετήσια επιμόρφωση των εκπαιδευτικών»!
Αν αυτά που περιγράφουμε
στην αρχή του κειμένου μας, σε σχέση με την πραγματικότητα που βιώνουμε, είναι
ακριβή, τότε το 8σέλιδο κείμενο «πάλης» θα λέγαμε ότι φαίνεται σαν μια φάρσα,
σαν ένα περιγέλασμα των προβλημάτων και των αναγκών του λαού. Σαν οι συντάκτες του
κειμένου να ζουν σε άλλο κόσμο…
Όμως, δεν πρόκειται για
αδεξιότητα. Το ΠΑΜΕ ξέρει ότι ένα μανιφέστο πενήντα αιτημάτων (πολλά από αυτά
ξέχειλα από φιλοδοξίες συριζέικης συνδιαχείρισης) περί παντός επιστητού ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΛΗΣ, γιατί η πάλη θέλει
αιχμές, αλλά είναι κυβερνητικό
πρόγραμμα. Είναι το πρόγραμμα για την… ΔΕΘ του ΠΑΜΕ, που εγγυάται ότι δεν θέλει
να υπάρξει κανένας αγώνας σύγκρουσης. Και έρχεται σε πλήρη αντιστοιχία με το
πρόγραμμα «δράσης» της ΟΛΜΕ, που ψήφισε. Πολλά «αιτήματα» = κανένα αίτημα,
πολλές «δράσεις» = καμία δράση.
Όλα τα παραπάνω
αποδεικνύονται ανάγλυφα αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ένα απλό ερώτημα: Πώς γίνεται και η συντριπτική πλειοψηφία του
κλάδου είναι ενάντια στην τηλε-«εκπαίδευση», ενάντια στην αξιολόγηση, ενάντια
στην Τράπεζα Θεμάτων, αλλά αυτό να μην εκδηλώνεται με κάποιο μαζικό αγώνα;
Η απάντηση είναι μία και μοναδική. Δεν
υπάρχουν πολιτικοί κινητήρες που να θέλουν να κάνουν τη δυσαρέσκεια
αντίσταση, την άρνηση αγώνα.
Ας ξεκαθαρίσουμε και κάτι σε σχέση με την
απεργία – αποχή. Η απεργία – αποχή είναι θετική και αναγκαία για όσο δημιουργεί
αναχώματα/καθυστερήσεις στην εφαρμογή της αξιολόγησης και όσο και αν εντάσσεται
στη συμβολή συγκρότησης κεντρικής μάχης. Από μόνη της και χωρίς αυτήν την
κεντρική μάχη, έχει συγκεκριμένα όρια και χρονικό βάθος. Αν δεν αγκαλιαστεί με
πραγματικές κινήσεις κινήματος, αν δεν υποστηριχθεί από απεργίες και
διαδηλώσεις, θα εκπέσει (και όσο «επιτρέπει» ο αντίπαλος) σε μια μέθοδο
διάσωσης της προσωπικής αξιοπρέπειας κάποιων συναδέλφων που ολοένα και θα
περικυκλώνονται.
Η βασική μάχη ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ
να δοθεί μέσα στους Συλλόγους Διδασκόντων, οι οποίοι είναι διοικητικά όργανα.
Οσοι προβάλλουν μια τέτοια εκδοχή είναι εμποτισμένοι από την κλασσική
ρεφορμιστική/συνδιαχειριστική αντίληψη ότι το αστικό κράτος είναι σχεδόν
αταξικό, ή, τέλος πάντων μπορεί να κερδηθεί από τα μέσα. Η λαθεμένη αυτή
αντίληψη ήταν η βάση για την στάση σημαντικού (ίσως πλειοψηφικού) τμήματος των
Παρεμβάσεων Πρωτοβάθμιας, που υποστήριξαν τα «ενιαία κείμενα».
Όμως και για το υπόλοιπο
τμήμα των Παρεμβάσεων (με το οποίο επιδιώκουμε την κοινή δράση) υπάρχει
πρόβλημα με την μονομανία τους με την απεργία – αποχή. Οι ΣΕΠΕ και ΕΛΜΕ που
πέρσι κήρυξαν απεργία – αποχή ως πρωτοβάθμια Σωματεία (με καταρχήν πρωτοβουλία
των Παρεμβάσεων και με την δική μας συμβολή, όπου μπορέσαμε) δεν προχώρησαν σε
προσπάθεια να παράξουν το επόμενο κινηματικό βήμα. Δεν προσπάθησαν να στήσουν
μια κοινή διαδήλωση, κάποια στάση εργασίας. Προσοχή! Δεν κριτικάρουμε αφ’
υψηλού το μηδενικό αποτέλεσμα – θα ήμασταν οι τελευταίοι που θα κάναμε κάτι
τέτοιο. Ασκούμε κριτική στο γεγονός ότι δεν υπήρξε τέτοια κατεύθυνση, δεν
κατατέθηκε καθόλου τέτοιος μόχθος και οι εποικοδομητικές προτάσεις μας πέρσι σε
συσκέψεις των σωματείων αυτών, δεν εισακούστηκαν (για να το πούμε κομψά).
Ενώ η προπαγάνδιση της
απεργίας – αποχής βασίστηκε επικίνδυνα στην υποτιθέμενη «νομική» θωράκιση,
απεικονίζοντας τις αυταπάτες ενός αγωνιστικού δυναμικού για τη φάση στην οποία
είναι το σύστημα, και αναπαράγοντάς τις στον κλάδο.
Συμπερασματικά
Ως Αγωνιστικές Κινήσεις
Εκπαιδευτικών κρίνουμε ότι είμαστε μπροστά σε δραματικές εξελίξεις εντός και
εκτός εκπαίδευσης. Τρεις παράγοντες καθορίζουν την στάση μας:
- το γεγονός ότι το σύστημα δεν είναι
σε θέση να προβάλει καμία διέξοδο,
- η διαπίστωση ότι ο λαός και οι
εκπαιδευτικοί δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να συναινέσουν στην σφαγή τους,
- η καταγραφή αλλά και η εκτίμηση ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν έχουν καμία πρόθεση να «παίξουν με τη φωτιά» και να ενισχύσουν κινήσεις πραγματικής αντίστασης. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα το καταφέρουν αυτό εύκολα.