Περισσότεροι φραγμοί για τους μαθητές – επίθεση στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών
Λίγες μέρες μετά το λεγόμενο πέρασμα στη «μεταμνημονιακή εποχή» και στην εκπνοή του χρόνου πριν τη φιέστα στη ΔΕΘ και την εξαγγελία των αντιεργατικών μέτρων αλλά και λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι, το Υπουργείο Παιδείας έσπευσε να δημοσιοποιήσει το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στο Λύκειο που θα ισχύσουν από την επόμενη χρονιά και ένα σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, το οποίο θα αφορά στους μαθητές που φοιτούν το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019 στη Β’ Λυκείου.
Καταρχάς για πρώτη φορά ένα νέο εξεταστικό, όπως συνηθίζεται να λέγεται, θα εφαρμοστεί σε μαθητές που ήδη φοιτούν στο Λύκειο και όχι σε αυτούς που θα εισέλθουν σ΄ αυτήν τη βαθμίδα το επόμενο έτος. Αυτή η «βιασύνη» οφείλεται στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση προς τους θεσμούς, τον ΟΟΣΑ, τον ΣΕΒ, τα ξένα και τα ντόπια δηλαδή αφεντικά τους και οι οποίες δεσμεύσεις συνάδουν απολύτως με τη δική της πολιτική βούληση.
Επομένως, οποιαδήποτε κριτική και ερμηνεία πλευρών του νομοσχεδίου πρέπει να εξετάσει κατά πόσο εξυπηρετεί την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων του συστήματος για την εκπαίδευση και ως εκ τούτου οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης θετικών σημείων ή «αριστερού» προσήμου κοκ δημιουργεί σύγχυση. Με άλλα λόγια όσο προπαγανδιστική και αποπροσανατολιστική είναι η συζήτηση για το αν θα πρέπει να καταργηθούν τα Λατινικά ή όχι, άλλο τόσο χυδαία και αποπροσανατολιστική είναι η δήλωση του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας ότι «με την Κοινωνιολογία θέλουν να κάνουν τα παιδιά μας αριστερούς» (παρεπιπτόντως, τα σχετικά μαθήματα που «κάνουν τα παιδιά μας αριστερούς» ξερνάνε χωρίς καμία αιδώ όλη την αντικομμουνιστική χολή αλλά και γενικότερα τη σάπια «ιδεολογία» του συστήματος). Επιπλέον ο εφησυχασμός που έσπειρε ο Υπουργός ότι όλοι θα βγούνε κερδισμένοι και πως «οι Μαθηματικοί που αδικούνται θα αποκατασταθούν με τις αλλαγές που θα κάνουμε σταδιακά στην Α και Β λυκείου», έχει ως στόχο να μας βάλει εμάς τους εκπαιδευτικούς σε μια λογική του διαίρει και βασίλευε ανάμεσα σε ειδικότητες και να μας εμπλέξει σε αναζήτηση προτάσεων για το πρόγραμμα διδασκαλίας (που η μία θα είναι ενάντια στην άλλη) για το ποια ειδικότητα «δικαιούται» τις περισσότερες ώρες διδασκαλίας. Είναι αναγκαίο αυτές τις δηλώσεις να τις αναγνώσουνε και από τη σκοπιά ότι αυτό το νομοσχέδιο είναι μόνο η αρχή και έπονται και άλλα που θα «πετάξουν» στον καιάδα κι άλλες χιλιάδες θέσεις εκπαιδευτικών.
Παρεπιπτόντως σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αποδεχτούμε δυο επισημάνσεις.
1. Ότι φαίνεται ότι κόπηκαν περισσότερες ώρες από ειδικότητες που υπάρχουν ελλείψεις, π.χ. μαθηματικοί, βιολόγοι, μεσοπρόθεσμα και φιλόλογοι αλλά και ότι υπάρχουν και ειδικότητες όπως οι ξενόγλωσσοι που κατά το Υπουργείο πρέπει να νιώθουν την ανάσα της εξόδου τους από το Λύκειο.
2. Ήδη δημοσιευμένα άρθρα αναφέρουν πώς η μείωση του εβδομαδιαίου προγράμματος της Γ Λυκείου από 32 σε 29 ώρες, σημαίνει 10000 ώρες λιγότερες στα ΓΕΛ της χώρας και άρα 500 λιγότερες θέσεις εκπαιδευτικών.
Καταληκτικά, όσον αφορά στο παραπάνω ζήτημα, το Υπουργείο εντάσσει και αυτό το νομοσχέδιο στην πολιτική της αδιοριστίας, των μηδενικών διορισμών αλλά και της εξορθολογικής διαχείρισης ενός «γερασμένου» προσωπικού με αυξημένα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, με ελαστικές σχέσεις εργασίας που γυρνά σε πολλά σχολεία για να καλύψει ωράριο.
Υπάρχουν, όμως και δυο εξίσου σημαντικές όψεις του αφορούν: Πρώτον στους περαιτέρω ταξικούς φραγμούς που χτυπούν τα δικαιώματα της νεολαίας στις σπουδές, εντείνουν τον ταξικό χαρακτήρα του σχολείου με τις πολλαπλές εξετάσεις και δυσχεραίνουν όχι μόνο την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια –παρά τις εξαγγελίες περί αντιθέτου- αλλά ακόμη και την απόκτηση του Απολυτηρίου. Και δεύτερον αυτές οι πολλαπλές εξετάσεις θα συνδεθούν με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, εφόσον αντικειμενικοποιούνται οι επιδόσεις των μαθητών.
Σχετικά με το πρώτο, με το νέο νομοσχέδιο καθώς το απολυτήριο θα προσμετράται κατά 10% αρχικά και θα αυξάνεται αυτό το ποσοστό σταδιακά στην πρόσβαση στην Τριτοβάθμια, παρουσιάζεται ως αυτονόητο ότι η απόκτηση του θα πρέπει να γίνεται με τρόπο αδιάβλητο και διαφανή και επομένως οι μαθητές θα εξετάζονται στα τέσσερα μαθήματα που θα δίνουν και πανελλαδικά, δηλαδή τα τρία της κατεύθυνσης και τη νεοελληνική γραμματεία (συνεξέταση γλώσσας και λογοτεχνίας) α) σε θέματα που θα βάζουν καθηγητές λυκείων του ίδιου δήμου στις μεγάλες πόλεις ή του νομού στην επαρχία, β) θα επιτηρούνται από καθηγητές άλλων ειδικοτήτων, γ) και τα γραπτά με κλειστά ονόματα θα βαθμολογούνται από καθηγητές άλλων σχολείων.
Αυτόματα, αυτό σημαίνει ότι οι «ενδοσχολικές» απολυτήριες εξετάσεις ξεφεύγουν από τα όρια του σχολείου και όσοι ζούμε τη σχολική πραγματικότητα αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει αυτό για μια πληθώρα μαθητών που για πολλούς λόγους αλλά κυρίως ταξικούς και κοινωνικούς δεν θα μπορεί να πάρει απολυτήριο. Και βέβαια τα τέσσερα μαθήματα δεν είναι λίγα γιατί το σύνολο των μαθημάτων στη Γ λυκείου εκτός της Φυσικής Αγωγής θα είναι 6 από 13 που είναι σήμερα! Ταυτόχρονα αυτή η διαδικασία καθιστά τους καθηγητές και υπεύθυνους για την «αποτυχία» όσων δεν πάρουν απολυτήριο αλλά και τους βάζει στη λογική της αξιολόγησης των μαθητών του συναδέλφου του όμορου σχολείου και άρα και των ίδιων των συναδέλφων και «αντικειμενικά» πια και μετρήσιμα οι επιδόσεις των μαθητών μας μπορούν στις «αποτιμήσεις» και αυτοαξιολογήσεις της σχολικής μονάδας να αξιοποιηθούν για την περιβόητη ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί των όμορων σχολείων από κοινού, συνδιαχειριστικά καλούνται να διαμορφώνουν τους μηχανισμούς απόρριψης πληθώρας μαθητών, γιατί μόνο ως τέτοιος μηχανισμός τεκμηριωμένα λειτουργούν τέτοιου είδους εξετάσεις.
Στη συνέχεια όσοι θα παίρνουν απολυτήριο θα έχουν τη δυνατότητα ή να μείνουν μόνο με αυτό ή να εγγραφούν στα περιβόητα νεόφερτα ΤΕΠ (Τμήμα Ελεύθερης Πρόσβασης) ή να διεκδικήσουν μία θέση με πανελλαδικές στα ΤΠΠΕ (Τμήματα Πρόσβασης με Πανελλαδικές εξετάσεις). Για τον κάθε 18χρόνο αυτή η επιλογή θα διαμορφώνεται ήδη στα 17 του, όταν στο τέλος της Β Λυκείου (!) τον Ιούλιο θα καταθέτουν υποχρεωτικά όλοι μηχανογραφικό με τον τεράστιο αριθμό των 10 προτιμήσεων! Η διαδικασία αυτή θα γίνεται τον Ιούλιο με τη συνδρομή των εκπαιδευτικών που θα βοηθούν τους μαθητές στις επιλογές της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας! Θα αναλάβουν οι εκπαιδευτικοί λοιπόν το βρώμικο ρόλο του συστήματος της κατανομής του εργατικού δυναμικού με όρους ταξικούς αναπόφευκτα. Πόσους μέτριους μαθητές, παιδιά λαϊκών οικογενειών δεν ξέρουμε που μέχρι τώρα έφτιαχναν το μηχανογραφικό των ονείρων τους και ξεκινούσαν από την Ιατρική για παράδειγμα και περνούσαν στη Νοσηλευτική! Αυτά τα παιδιά που είναι πολλά μας βάζουν εμείς να τα προσγειώσουμε και στο τέλος της Β Λυκείου να βάλουν 10 μόνο τμήματα και εάν ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν χαμηλής ζήτησης τότε θα πάρουν την επίσημη απάντηση του Υπουργείου εάν από τα 10 τμήματα μπορεί έστω σε μία να εισαχθεί ο υποψήφιος χωρίς Πανελλαδικές.
Και το Φεβρουάριο της Γ Λυκείου αποφασίζει ο μαθητής εάν θα επιλέξει το τμήμα χαμηλής ζήτησης ή αν θα δώσει πανελλαδικές, χάνοντας όμως τη δυνατότητα να εισαχθεί στο τμήμα ελεύθερης πρόσβασης. Βέβαια υπάρχουν οι πιθανότητες στο τέλος της Β λυκείου να υπάρχουν μαθητές που και οι 10 σχολές που ζητούν να είναι με Πανελλαδικές Εξετάσεις. Οπότε να δώσουν εξετάσεις στα τέσσερα μαθήματα που θα διδάσκονται 6 ώρες στο σχολείο (και άρα θα αυξηθεί αν όχι αναλογικά πάντως κατά πολύ η ύλη τους) και θα δηλώνουν στο μηχανογραφικό της Γ Λυκείου με τη γνωστή διαδικασία όσα τμήματα θέλουν ενός μόνο επιστημονικού πεδίου! Δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα να ανοίγουν δεύτερο επιστημονικό πεδίο δίνοντας 5ο μάθημα. Μας θυμίζει δηλαδή αυτό που ήθελαν να κάνουν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αύξηση της ύλης, μείωση των επιλογών των υποψηφίων, που μεταφράζεται σε περαιτέρω ταξικούς φραγμούς με στόχο την απομαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τέλος η διάκριση των τριτοβάθμιων τμημάτων σε ΤΕΠ και ΤΠΠΕ αυτόματα οδηγεί στην επίσημη κατηγοριοποίηση και αξιολόγηση των τμημάτων της Τριτοβάθμιας και συμβαδίζει με τη νομιμοποίηση της παραίτησης από τη μεριά της νεολαίας για σπουδές στο Πανεπιστήμιο.
Οι αλλαγές στο Λύκειο συνοψίζονται στο δίπολο «περισσότεροι φραγμοί για τους μαθητές – επίθεση στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών». Αυτό δίνει έναν οδικό χάρτη και για το διεκδικητικό πλαίσιο που πρέπει να έχουν οι αγώνες μαθητών αλλά και εκπαιδευτικών: «ενάντια στους ταξικούς φραγμούς και στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων - παλεύουμε για δωρεάν σπουδές και δουλειά με δικαιώματα». Οι προσεγγίσεις εποικοδομητικών εκπαιδευτικών προτάσεων διαχείρισης («να βελτιωθεί το εξεταστικό», «να αυξηθούν οι ώρες του τάδε μαθήματος» κοκ) όχι μόνο συσκοτίζουν τη φύση της πολιτικής του συστήματος αλλά και οδηγούν οποιαδήποτε διαμαρτυρία σε άγονα και αναποτελεσματικά μονοπάτια. Γιατί η ουσία των αντιδραστικών αλλαγών στο Λύκειο είναι ότι η επίθεση είναι εδώ και κλιμακώνεται.